Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουλίτσα οι Σουλίτσες
      γενική της Σουλίτσας
    αιτιατική τη Σουλίτσα τις Σουλίτσες
     κλητική Σουλίτσα Σουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σουλίτσα < Σούλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /suˈli.t͡sa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σουλίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σούλα