Σμυρναίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmiɾˈne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σμυρ‐ναί‐ος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Σμυρναίος < αρχαία ελληνική Σμυρναῖος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σμυρναίος (θηλυκό Σμυρναία)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τη Σμύρνη
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Σμύρνη
- σμυρναίικος
- Σμυρναίος (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Σμυρναίος < πατριδωνυμικό Σμυρναίος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σμυρναίος αρσενικό (θηλυκό Σμυρναίου)