Σμαραγδούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σμαραγδούλα | οι | Σμαραγδούλες |
γενική | της | Σμαραγδούλας | — | |
αιτιατική | τη | Σμαραγδούλα | τις | Σμαραγδούλες |
κλητική | Σμαραγδούλα | Σμαραγδούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σμαραγδούλα < Σμαράγδ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σμαραγδούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σμαράγδα
Σμαραγδούλα
|