Σκοτσέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σκοτσέζος < βλέπε Σκωτσέζος
Ουσιαστικό επεξεργασία
Σκοτσέζος αρσενικό (θηλυκό: Σκοτσέζα)
- απλοποιημένη γραφή του Σκωτσέζος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Σκωτία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σκοτσέζος
|