Σκιαθίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /scaˈθi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκια‐θί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκιαθίτης αρσενικό (θηλυκό Σκιαθίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τη Σκιάθο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Σκιάθος
- σκιαθίτικος
- Σκιαθίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σκιαθίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκιαθίτης | οι | Σκιαθίτηδες |
γενική | του | Σκιαθίτη* | των | Σκιαθίτηδων |
αιτιατική | τον | Σκιαθίτη | τους | Σκιαθίτηδες |
κλητική | Σκιαθίτη | Σκιαθίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σκιαθίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σκιαθίτης < πατριδωνυμικό Σκιαθίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκιαθίτης αρσενικό (θηλυκό Σκιαθίτη ή Σκιαθίτου)