Σιδηροκαστρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Σιδηροκαστρίτης < Σιδηρόκαστρ(ο) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σιδηροκαστρίτης αρσενικό (θηλυκό Σιδηροκαστρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Σιδηρόκαστρο ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σιδηροκαστρίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σιδηροκαστρίτης | οι | Σιδηροκαστρίτηδες |
γενική | του | Σιδηροκαστρίτη* | των | Σιδηροκαστρίτηδων |
αιτιατική | τον | Σιδηροκαστρίτη | τους | Σιδηροκαστρίτηδες |
κλητική | Σιδηροκαστρίτη | Σιδηροκαστρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σιδηροκαστρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σιδηροκαστρίτης < πατριδωνυμικό Σιδηροκαστρίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σιδηροκαστρίτης αρσενικό (θηλυκό Σιδηροκαστρίτη ή Σιδηροκαστρίτου)