Σεργουνιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /seɾ.ɣuˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σερ‐γου‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Σεργουνιώτης < Σεργούν(ι) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σεργουνιώτης αρσενικό (θηλυκό Σεργουνιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Σεργούνι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Σεργούνι
- Σεργουνιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σεργουνιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σεργουνιώτης | οι | Σεργουνιώτηδες |
γενική | του | Σεργουνιώτη* | των | Σεργουνιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σεργουνιώτη | τους | Σεργουνιώτηδες |
κλητική | Σεργουνιώτη | Σεργουνιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σεργουνιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σεργουνιώτης < πατριδωνυμικό Σεργουνιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σεργουνιώτης αρσενικό (θηλυκό Σεργουνιώτη ή Σεργουνιώτου)