Σερβίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σερβίδα | οι | Σερβίδες |
γενική | της | Σερβίδας | των | Σερβίδων |
αιτιατική | τη | Σερβίδα | τις | Σερβίδες |
κλητική | Σερβίδα | Σερβίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σερβίδα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) ταυτόσημο του Σέρβα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σερβίδα
|