Σαχλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαχλός | οι | Σαχλοί |
γενική | του | Σαχλού | των | Σαχλών |
αιτιατική | τον | Σαχλό | τους | Σαχλούς |
κλητική | Σαχλέ | Σαχλοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σαχλός < σαχλός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σαχλός αρσενικό (θηλυκό Σαχλού)