Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σίσυφος οι Σίσυφοι
      γενική του Σισύφου
Σίσυφου
των Σισύφων
    αιτιατική τον Σίσυφο τους Σισύφους
Σίσυφους
     κλητική Σίσυφε Σίσυφοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σίσυφος < αρχαία ελληνική Σίσυφος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σίσυφος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
Σῑσῠφο-
ονομαστική Σίσυφος
      γενική τοῦ Σισύφου
      δοτική τῷ Σισύφ
    αιτιατική τὸν Σίσυφον
     κλητική ! Σίσυφε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σίσυφος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σίσυφος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) γνωστός από την τιμωρία του στον Άδη, να κουβαλάει ένα βράχο στη κορυφή βουνού που όμως πάντα κυλούσε στην αρχική του θέση
    Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 153
    Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 593
  2. ανδρικό όνομα

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία