Σίσυφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σίσυφος | οι | Σίσυφοι |
γενική | του | Σισύφου & Σίσυφου |
των | Σισύφων |
αιτιατική | τον | Σίσυφο | τους | Σισύφους & Σίσυφους |
κλητική | Σίσυφε | Σίσυφοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σίσυφος < αρχαία ελληνική Σίσυφος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σίσυφος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη Σίσυφος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Σῑσῠφο- | ||||
ονομαστική | ὁ | Σίσυφος | ||
γενική | τοῦ | Σισύφου | ||
δοτική | τῷ | Σισύφῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Σίσυφον | ||
κλητική ὦ! | Σίσυφε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σίσυφος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σίσυφος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) γνωστός από την τιμωρία του στον Άδη, να κουβαλάει ένα βράχο στη κορυφή βουνού που όμως πάντα κυλούσε στην αρχική του θέση
- ανδρικό όνομα
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σίσυφος στη Βικιπαίδεια