Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σάρρα < εβραϊκή שָׂרָה, μετάφραση: ηγεμονίς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σάρρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία