Δείτε επίσης: Ῥεβέκκα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρεβέκκα οι Ρεβέκκες
      γενική της Ρεβέκκας
    αιτιατική τη Ρεβέκκα τις Ρεβέκκες
     κλητική Ρεβέκκα Ρεβέκκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρεβέκκα < ελληνιστική κοινή Ῥεβέκκα, όπως στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης < εβραϊκή רִבְקָה (rivká) γυναικείο όνομα με σημασία «που η ομορφιά της αιχμαλωτίζει», κυριολεκτικά «σύνδεση»[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈve.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρε‐βέκ‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρεβέκκα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Rebecca - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)