Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ραιτορομανός οι Ραιτορομανοί
      γενική του Ραιτορομανού των Ραιτορομανών
    αιτιατική τον Ραιτορομανό τους Ραιτορομανούς
     κλητική Ραιτορομανέ Ραιτορομανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ραιτορομανός < (άμεσο δάνειο) γερμανική Rätoromane

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ραιτορομανός ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία