Ραιδεστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ραιδεστός | ||
γενική | της | Ραιδεστού | ||
αιτιατική | τη | Ραιδεστό | ||
κλητική | Ραιδεστέ | |||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ραιδεστός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική Ῥαιδεστός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ραιδεστός θηλυκό, μόνο στον ενικό
- πόλη της Τουρκίας στην Ανατολική Θράκη, το Τεκίρνταγ (και Τεκιρντάγ)
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ραιδεστός στη Βικιπαίδεια