Πύρλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πύρλας | οι | Πύρληδες & Πυρλαίοι |
γενική | του | Πύρλα | των | Πύρληδων & Πυρλαίων |
αιτιατική | τον | Πύρλα | τους | Πύρληδες & Πυρλαίους |
κλητική | Πύρλα | Πύρληδες & Πυρλαίοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πύρλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpiɾ.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πύρ‐λας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πύρλας αρσενικό (θηλυκό Πύρλα)