Πόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πόνος | οι | Πόνοι |
γενική | του | Πόνου | των | Πόνων |
αιτιατική | τον | Πόνο | τους | Πόνους |
κλητική | Πόνε | Πόνοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πόνος < πόνος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πόνος αρσενικό (θηλυκό Πόνου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πόνος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πόνος αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press