Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πριμιτῖβος < λατινική Primitivus < primitivus

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πριμιτῖβος αρσενικό