Πριμηκύρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πριμηκύρης < → δείτε τη λέξη Πριμηκήριος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾi.miˈci.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρι‐μη‐κύ‐ρης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πριμηκύρης αρσενικό (θηλυκό Πριμηκύρη)