Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολύευκτος < πολύς + εύχομαι («αυτός που είναι πολύ επιθυμητός», ο πολυπόθητος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολύευκτος αρσενικό