Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολυκράτης < αρχαία ελληνική Πολυκράτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολυκράτης αρσενικό

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολυκράτης < πολύ + κράτος Ο έχων μεγάλη δύναμη-ισχύ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολυκράτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία