Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πηγάσιος < Πήγασος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πηγάσιος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία