Πεϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πεϊκός | οι | Πεϊκοί |
γενική | του | Πεϊκού | των | Πεϊκών |
αιτιατική | τον | Πεϊκό | τους | Πεϊκούς |
κλητική | Πεϊκέ | Πεϊκοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πεϊκός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πεϊκός αρσενικό (θηλυκό Πεϊκού)