Παντερμαλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παντερμαλής < τουρκική Bandırmalı (πατριδωνυμικό) < Bandırma (Πάνορμος)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pan.deɾ.maˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ντερ‐μα‐λής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παντερμαλής αρσενικό (θηλυκό Παντερμαλή)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- Παντερμανλής (λανθασμένη)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Δημήτριος Παντερμαλής στη Βικιπαίδεια (1940-2022), αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202