Παντελεημονίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Παντελεημονίτης < (Άγιος Παντελεήμονας) Παντελεήμον(ας) + -ίτης με παράλειψη του άγιος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παντελεημονίτης αρσενικό (θηλυκό Παντελεημονίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον (Άγιο) Παντελεήμονα ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Παντελεημονίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παντελεημονίτης | οι | Παντελεημονίτηδες |
γενική | του | Παντελεημονίτη* | των | Παντελεημονίτηδων |
αιτιατική | τον | Παντελεημονίτη | τους | Παντελεημονίτηδες |
κλητική | Παντελεημονίτη | Παντελεημονίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Παντελεημονίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Παντελεημονίτης < πατριδωνυμικό Παντελεημονίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παντελεημονίτης αρσενικό (θηλυκό Παντελεημονίτη ή Παντελεημονίτου)