Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παναγιώτατος < υπερθετικός βαθμός του πανάγιος (καθαρεύουσα)

  Επίθετο επεξεργασία

Παναγιώτατος αρσενικό στον ενικό

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία