Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.le.o.miˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐μυ‐λί‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παλαιομυλίτης οι Παλαιομυλίτες
      γενική του Παλαιομυλίτη των Παλαιομυλιτών
    αιτιατική τον Παλαιομυλίτη τους Παλαιομυλίτες
     κλητική Παλαιομυλίτη Παλαιομυλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παλαιομυλίτης < Παλαιόμυλ(ος) + -ίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παλαιομυλίτης αρσενικό (θηλυκό Παλαιομυλίτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παλαιομυλίτης οι Παλαιομυλίτηδες
      γενική του Παλαιομυλίτη* των Παλαιομυλίτηδων
    αιτιατική τον Παλαιομυλίτη τους Παλαιομυλίτηδες
     κλητική Παλαιομυλίτη Παλαιομυλίτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Παλαιομυλίτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παλαιομυλίτης < πατριδωνυμικό Παλαιομυλίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παλαιομυλίτης αρσενικό (θηλυκό Παλαιομυλίτη ή Παλαιομυλίτου)

Μεταγραφές επεξεργασία