Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πένζα < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή επεξεργασία

Πένζα θηλυκό άκλιτο

  1. πόλη της Ρωσίας στην Ευρώπη
  2. περιφέρεια της Ρωσίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία