Ούτας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ούτας | οι | Ούτες & Όυταίοι |
γενική | του | Ούτα | των | — Όυταίων |
αιτιατική | τον | Ούτα | τους | Ούτες & Όυταίοι |
κλητική | Ούτα | Ούτες & Όυταίοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ούτας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈu.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ού‐τας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟύτας αρσενικό (θηλυκό Ούτα)