Οχθωνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Οχθωνιά | οι | Οχθωνιές |
γενική | της | Οχθωνιάς | των | Οχθωνιών |
αιτιατική | την | Οχθωνιά | τις | Οχθωνιές |
κλητική | Οχθωνιά | Οχθωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οχθωνιά < όχθη < αρχαία ελληνική ὄχθος (ύψωμα)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.xθoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐χθω‐νιά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οχθωνιά θηλυκό
- χωριό της Εύβοιας, άλλη μορφή του Οκτωνιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Οχθωνιά
→ δείτε τη λέξη Οκτωνιά |