Ουζμπέκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ουζμπέκος < Ουζμπεκιστάν
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ουζμπέκος αρσενικό (θηλυκό Ουζμπέκα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ουζμπέκος
|