Δείτε επίσης: Όριο, όριο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Οριό τα Οριά
      γενική του Οριού των Οριών
    αιτιατική το Οριό τα Οριά
     κλητική Οριό Οριά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οριό < → δείτε τη λέξη Όριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐ριό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οριό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία