Οδρύσης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οδρύσης | οι | Οδρύσες |
γενική | του | Οδρύση | των | Οδρυσών |
αιτιατική | τον | Οδρύση | τους | Οδρύσες |
κλητική | Οδρύση | Οδρύσες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οδρύσης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οδρύσης αρσενικό
- (εθνικό όνομα) μέλος της φυλής των Οδρυσών, θρακικής φυλής που κατοικούσε στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου