Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Οδρύσης οι Οδρύσες
      γενική του Οδρύση των Οδρυσών
    αιτιατική τον Οδρύση τους Οδρύσες
     κλητική Οδρύση Οδρύσες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οδρύσης < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οδρύσης αρσενικό