ΟΑΕΔ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΟΑΕΔ < : Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού
Προφορά επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
Ο.Α.Ε.Δ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- πρώην ονομασία της ΔΥΠΑ
Ο.Α.Ε.Δ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο