Ξυλικιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.liˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ξυ‐λι‐κιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ξυλικιώτης αρσενικό (θηλυκό Ξυλικιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τους Ξυλικούς ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Ξυλικοί
- Ξυλικιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ξυλικιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ξυλικιώτης | οι | Ξυλικιώτηδες |
γενική | του | Ξυλικιώτη* | των | Ξυλικιώτηδων |
αιτιατική | τον | Ξυλικιώτη | τους | Ξυλικιώτηδες |
κλητική | Ξυλικιώτη | Ξυλικιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ξυλικιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ξυλικιώτης < πατριδωνυμικό Ξυλικιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ξυλικιώτης αρσενικό (θηλυκό Ξυλικιώτη ή Ξυλικιώτου)