Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξανθίππη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ξανθίππη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξανθίππη θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ξανθίππη αἱ Ξανθίππαι
      γενική τῆς Ξανθίππης τῶν Ξανθιππῶν
      δοτική τῇ Ξανθίππ ταῖς Ξανθίππαις
    αιτιατική τὴν Ξανθίππην τὰς Ξανθίππᾱς
     κλητική ! Ξανθίππη Ξανθίππαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ξανθίππ
γεν-δοτ τοῖν  Ξανθίππαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξανθίππη < Ξάνθιππ(ος) + (-ίππη)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξανθίππη θηλυκό
  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Ξάνθιππος
  2. (πρόσωπο) η σύζυγος του Σωκράτη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία