Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νόρσεπινγκ < (φωνητική απόδοση) σουηδική Norrköping

  Μεταγραφή επεξεργασία

Νόρσεπινγκ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία