Ντελής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ντελής < ντελής < μεσαιωνική ελληνική ντελής < τουρκική deli (τρελός, παράτολμος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /deˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντε‐λής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ντελής αρσενικό (θηλυκό Ντελή)
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]