Δείτε επίσης: νιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɲo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Νιώτης < το νησί Νι(ο) ή Νι(ος) + -ώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νιώτης οι Νιώτες
      γενική του Νιώτη των Νιωτών
    αιτιατική τον Νιώτη τους Νιώτες
     κλητική Νιώτη Νιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Νιώτης αρσενικό (θηλυκό Νιώτισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νιώτης οι Νιώτηδες
      γενική του Νιώτη* των Νιώτηδων
    αιτιατική τον Νιώτη τους Νιώτηδες
     κλητική Νιώτη Νιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Νιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νιώτης < πατριδωνυμικό Νιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νιώτης αρσενικό (θηλυκό Νιώτη ή Νιώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία