Νικοπολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Νικοπολίτης < Νικόπολ(η) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νικοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Νικοπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Νικόπολη ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Νικοπολίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νικοπολίτης | οι | Νικοπολίτηδες |
γενική | του | Νικοπολίτη* | των | Νικοπολίτηδων |
αιτιατική | τον | Νικοπολίτη | τους | Νικοπολίτηδες |
κλητική | Νικοπολίτη | Νικοπολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Νικοπολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Νικοπολίτης < πατριδωνυμικό Νικοπολίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νικοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Νικοπολίτη ή Νικοπολίτου)