Νικαίη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Νικαίη | αἱ | Νικαῖαι |
γενική | τῆς | Νικαίης | τῶν | Νικαιῶν |
δοτική | τῇ | Νικαίῃ | ταῖς | Νικαίαις |
αιτιατική | τὴν | Νικαίην | τὰς | Νικαίᾱς |
κλητική ὦ! | Νικαίη | Νικαῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Νικαίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Νικαίαιν | ||
Απαντά στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νικαίη < Νίκαια
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νικαίη θηλυκό
- ιωνικός τύπος του Νίκαια, ονομασία πόλεων
Πηγές επεξεργασία
- Νίκαια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Νικαίη - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.