Δείτε επίσης: νεοσμυρνιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νεοσμυρνιώτης οι Νεοσμυρνιώτες
      γενική του Νεοσμυρνιώτη των Νεοσμυρνιωτών
    αιτιατική τον Νεοσμυρνιώτη τους Νεοσμυρνιώτες
     κλητική Νεοσμυρνιώτη Νεοσμυρνιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νεοσμυρνιώτης < (Νέα Σμύρνη) νεο- + Σμύρν(η) + -ιώτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.o.zmiɾˈɲo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νε‐ο‐σμυρ‐νιώ‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νεοσμυρνιώτης αρσενικό (θηλυκό Νεοσμυρνιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία