Μύλασα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μύλασα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Μύλασα (ουδέτερο, πληθυντικός) ή Μύλασα (θηλυκό)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μύλασα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Καρίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μύλασα
|