Μυλοποταμίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μυλοποταμίτης < Μυλοπόταμ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μυλοποταμίτης αρσενικό (θηλυκό Μυλοποταμίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Μυλοπόταμο ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μυλοποταμίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μυλοποταμίτης | οι | Μυλοποταμίτηδες |
γενική | του | Μυλοποταμίτη* | των | Μυλοποταμίτηδων |
αιτιατική | τον | Μυλοποταμίτη | τους | Μυλοποταμίτηδες |
κλητική | Μυλοποταμίτη | Μυλοποταμίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μυλοποταμίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μυλοποταμίτης < πατριδωνυμικό Μυλοποταμίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μυλοποταμίτης αρσενικό (θηλυκό Μυλοποταμίτη ή Μυλοποταμίτου)