Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπαγκντασαριάν : προέλευσης από την αρμενική · πατρωνυμικό, άλλη μορφή του Μπαγντασαριάν. Μορφολογικά αναλύεται σε Μπαγκντασάρ + -ιάν.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπαγκντασαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία