Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοσχοφίλερο < μόσχ(ος) + -ο- + Φιλέρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μοσχοφίλερο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία