Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μονπελλιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική Montpellier, μη απλοποιημένη γραφή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μονπελλιέ ουδέτερο, άκλιτο