Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μητσάκος οι Μητσάκοι
      γενική του Μητσάκου των Μητσάκων
    αιτιατική τον Μητσάκο τους Μητσάκους
     κλητική Μητσάκο Μητσάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μητσάκος < Μήτσ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος → και δείτε τη λέξη Δημήτρης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μητσάκος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μήτσος