Μεσσηνιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μεσσηνιακός < εννοείται κόλπος, → δείτε τη λέξη μεσσηνιακός < Μεσσηνία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μεσσηνιακός αρσενικό
- ο Μεσσηνιακός Κόλπος: ο δυτικός κόλπος της νότιας Πελοποννήσου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεσσηνιακός
|