Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μενοιτιάδης < αρχαία ελληνική Μενοιτιάδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μενοιτιάδης αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μενοιτιάδης < Μενοίτι(ος) + -άδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μενοιτιάδης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (πατρωνυμικό) ο γιος του Μενοίτιου

  Αναφορές επεξεργασία