Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μελπομένη οι Μελπομένες
      γενική της Μελπομένης
    αιτιατική τη Μελπομένη τις Μελπομένες
     κλητική Μελπομένη Μελπομένες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μελπομένη αρχαία ελληνική Μελπομένη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mel.poˈme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μελ‐πο‐μέ‐νη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μελπομένη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) όνομα μούσας → δείτε τη λέξη Μελπομένη

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μελπομένη αἱ Μελπομέναι
      γενική τῆς Μελπομένης τῶν Μελπομενῶν
      δοτική τῇ Μελπομέν ταῖς Μελπομέναις
    αιτιατική τὴν Μελπομένην τὰς Μελπομένᾱς
     κλητική ! Μελπομένη Μελπομέναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μελπομέν
γεν-δοτ τοῖν  Μελπομέναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μελπομένη <  ? του μέλπω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μελπομένη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, προστάτιδα του τραγουδιού και αργότερα της τραγωδίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία